Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2008

Συζήτηση


Πολλές φορές ποιούμε μέσα από διάλογο
για να αντέχουμε την στασιμότητα των καιρών


Γ.Π
αποδήμησαν οι λέξεις
σε πένα ψυχής
σκιαγραφώντας τρέλα

στο βαρύ φορτίο ελευθερίας
θεριεύονται γροθιές αξίες

Όμως εμείς ακόμα αναμασάμε Ημερολόγια Τοίχων


Μ.P
Μόνο όταν είσαι δυνατός
για να περπατήσεις στην ερημιά
ανταμώνεσαι

Οι κόκκινοι κύκλοι στις ημερομηνίες
χάνουν την ανωτερότητα τους
όταν οι σελίδες μένουν στάσιμες
Η ομορφιά της ψυχής είναι Βιβλίο Γλυπτό
Όσο την ξεφυλλίζεις
ποτέ ο χρόνος δεν θα την κιτρινίσει


Γ.Π
Φοβάμαι
Αν σμιλεύω αχόρταγα τις διαφάνειες
δεν θα τις νεκρώσει ο χρόνος
μα της αστείρευτης ανάγκης τα νύχια


Μ.Ρ
Να θυμάσαι τούτο
Όποιος αρνείται να παραδεχτεί
τις ανάγκες του
τον καταπίνουν οι επιθυμίες των άλλων


Γ.Π
Με έχει καταπιεί η παραδοχή
Σε τοίχο με στήνω γυμνή
αλλά ποτέ δεν τους χορταίνω


Μ.Ρ
Γιατί
θα πρέπει στόμα λύκου
κάθε φορά να σε απολαμβάνει
ακόμα και αν είναι το δικό σου;


Τίποτα δεν μετρά
μέχρι να γίνει
αλλά ακόμα και τότε
όταν τελεσθεί
είναι παρελθόν


Γ.Π
Είναι που έμαθα από μήτρα
πως είναι δόντια να μετράς

Δεν με τρώει η πληγή
Αλλά ο δότης


Μ.Ρ
Ναι
Τρομάζουν οι μεταμοσχεύσεις
αλλά σκέψου το διαφορετικά
θα μπορούσες τελικά
εσύ να είσαι ο δωρητής
και όχι οι ουλές σου


Τα Ημερολόγια Τοίχου αναγράφουν μόνο
τις Εορτές των Νεκρών
***
Μαρία Ροδοπούλου - Γωγώ Πακτίτη

Κυριακή 7 Δεκεμβρίου 2008

κατάθεση πράξης


Σφιγμένη ρυτίδα
Οι ώρες του νήματος
Βαθιά ουλή, κόκκινη,
Στο μέτωπο της πέτρας

Ελπίδα προοπτικής αιμορραγούσα

Στάλες αγγίζω, σκόρπιες,
Της ήβης
Δοκιμασία μετρήματος
Που βηματίζει δάχτυλα
Στάθμης ακίνητης

Το πρόσωπό μου απηχεί
Κενό
Δροσιά γυρεύοντας
Σε πηγάδια κλειστά
Και βουβά ερημονήσια

Μετέωρος ο δρόμος
Του σιωπηλού εντός μου

Ανεξήγητος ο τρεχούμενος ορίζοντας
Της ψυχής μου

Ο φόβος στα ανασφαλή κλωνάρια
Των λέξεων
Κατάθεση πράξης

Σάββατο 29 Νοεμβρίου 2008


Σήμερα θα κρυφτώ πίσω από συνένοχους εφιάλτες
Θα ρυμουλκήσω μικροπράγματα στα ανώφελα νοήματα

Αναρωτιέμαι αν ποτέ να χωρέσω μπορώ σε τρεμουλιασμένες λέξεις
Αν η τέχνη της δίψας πάει κόντρα στο ρεύμα

Συλλογίζομαι των πόνο των δακτύλων μου καθώς λυγίζει τη σάρκα του παραμιλητού
Και κείνα τα χιλιάδες μάτια που το φως τους αχνοφέγγουν σκηνοθεσία

Έπαψα να γητεύω χρόνο σε ψευδή χείλη

Σήμερα απολαμβάνω το γυάλινο χαμόγελο της απουσίας

Αύριο, όταν σβήσουν οι μελετημένες φωτιές θα βρεθώ μπροστά μου

Υ Γ

Σε αυτούς που σατιρίζουν υποσχέσεις…

Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2008

Μεταμόσχευση χαρακτήρα


Στο μηδέν της Γένεσης
Προφυλακτικά του μέλλοντος
Μοιράζονται στα τραπουλόχαρτα
Της Μαντείας

Εκείνος ο Χρησμός
Ήξεις Αφήξεις,
Μεταμόσχευση μασά
Χαρακτήρα σαθρού
Κυττάρου

Ρίγη κατάρας
Πυρομαχικά όψης δηλητηριασμένης
Γλύφουν τη φλέβα
Του κανονιού

Νόσος ανίατη
Η τομή μιας ιδέας
Επάρατης δημιουργίας

Ντάμα σπαθί
Κεντρί προοπτικής

Ζάλη καμένου εγώ
Η μέθη της υποταγής
Διάταγμα Ερινύας

Βεντάλια υπακοής
Το τσίμπημα στη παλάμη
Κουκούλι ερμαφρόδιτου δείχτη
Ο καπνός

Τσούγκρισμα δακτύλων
Των αιωρούμενων υπογείων
Πέρασμα δίνης ανυπεράσπιστο

***

Βάγγη(tango) – Γωγώ
Γωγώ – Βάγγη(tango)

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2008


«Πάει αυτό ήταν
Χάθηκε η ζωή μου φίλε,
Μέσα σε κίτρινους ανθρώπους
Βρώμικα τζάμια
Και ανιστόρητους συμβιβασμούς

Άρχισα να γέρνω σαν εκείνη την ιτιούλα
Που σου’ χα δείξει
Στη στροφή του δρόμου
Και δεν είναι που θέλω να ζήσω,
Είναι το γαμώτο που δεν έζησα
Και ούτε που θα σε ξαναδώ»

Κατερίνα Γώγου

Θέλω μια κίνηση στην κίνησή μου
Ένα διαβήτη, καμπύλες να δώσει
Στον μονόδρομο

Τεθλασμένη ευθεία
Είναι ο ήχος της άπνοιας
Μελωδικό παράπτωμα
Στην οθόνη μου

Και αυτό ο αμοιβαίος μετριασμός
Σε λαθεμένες ιστορίες
Γευματίζει αμέριμνος την παράκαμψη

Εκείνο το «πολύτιμη»,
Που πρώτη φορά άκουσα,
Τρίαινα στ’ αποφάγια των χορτασμένων

Όταν ψυχή μου ξέρεις
Λαθρομετανάστες να εξορίζεις,
Σε κάθε στροφή
Το πρόσωπό σου ανυψώνεται
***
-στη Μάγια-

Κι αν κάποτε
του Οδυσσέα τον ρόλο
με όλη μου την αγάπη
για σένα έπαιζα

δεν θα ξεχνούσα
να φάω τους καρπούς σου
και να φτύσω ευγενικά
το κουκούτσια που απλόχερα
οι Λωτοφάγοι Διαβήτες
σου δώρισαν

_ Μαρία Ροδοπούλου_


Οδηγίες Προς Αιώνια Αιωρούμενους

Προς αποφυγή Ανάγνωσης
η Γραφή της Βελούδινης
κατά την διάρκεια
των μόνιμων διακοπών σας
στην Χώρα της Ουτοπίας


Μ.Ρ.


Πέμπτη 6 Νοεμβρίου 2008


Μουντό απομεσήμερο
Ήλιο ξεστρατίζει
Στα ιδιοφυή χέρια νεφελώματος

Υδρατμός κραυγής
Το παράλογο του ήχου

Ερειπώνει γειτονιές
Το μονότονο μουρμούρισμα
Της σκόνης

Σχήμα γεωμετρίας
Η αναζήτηση,
Ισοπεδώνει αξίες

Η ζωή είναι θηλυκό
Καμπύλες γεμάτο
Ψηλάφημα χαρμολύπης
Καταλήξεις πορείας
Άνευ τέλους…

Γωγώ Πακτίτη


***

Μα τι περίμενες όταν διάλεγες το σχήμα σου
κολυμπώντας στης μάνας σου την ανύποπτη μήτρα;

Μήπως θαρρούσες πως οι καμπύλες
θα χαρτογραφούσαν σκοτάδι
και θα ανακάλυπταν μέρα

Ή μήπως πίστεψες
πως το πρώτο σου κλάμα
γέλιο θα γινόταν στο στόμα
μόνιμο;

Κανένα άρθρο δεν αρκει για να χαράξει πορεία
καμιά ελπίδα δεν αρκει όσο στα ράφια σου
μένει σκονισμένη

Μαρία Ροδοπούλου

Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2008

στο χρόνο...


Σε κείνους τους χρόνους

Που η ζωή ασυνείδητη εξουσία,
Αντοχής δάχτυλα
Στερέωσε στους ώμους σου

Σε τούτους που έρχονται

Καρπός ωρίμανσης,
Στο αδιάλυτο τώρα
Με βεβαίωση ανάληψης
Έρωτα

Σε μυστική διαφάνεια

Κόκκινος οίνος
Υψωμένος ευχές
Με αναλλοίωτες γεύσεις

Σε ψυχή

Κατάθεση αιωνιότητας
Στα πέρατα της νοσταλγίας
Λεπτοδείχτης αγάπης

Σε σώμα

Συλλογισμένες ρυτίδες
Λουόμενες φωνές
Ανεμοψίθυρες ανταμώσεις
Ανάσας


***


-αφιερωμένο-

Πέμπτη 30 Οκτωβρίου 2008

To βιβλίο των νεκρών ( ο όγδοος ορίζοντας ) Μαρία Ροδοπούλου




Κυκλοφορεί στις 3 Νοεμβρίου 2008
απο τις Εκδόσεις "Συμπαντικές Διαδρομές"
σε όλα τα κεντρικά βιβλιοπωλεία
Αθήνας - Πειραιά - Θεσσαλονίκης



Περίληψη Βιβλίου





"Συγχώρεσέ με, Κύριε,
όμως μόνο τον Άνθρωπο εντός σου
κατάφερα στ’αλήθεια να θρηνήσω
"Η Μύριαμ, ως σύγχρονη Αλίκη
,πέφτει κατά λάθος στη Χώρα των Νεκρών.
Πρέπει μόνη της να διασχίσει τον Τόπο των Γκρίζων
για να βρει την Πύλη που οδηγεί πίσω στη Ζωή.
Στην αγωνιώδη αναζήτησή της
συναντά πολλούς που θα δεχτούν
να γράψουν στο βιβλίο της
Ένα κοράκι μεταμφιεσμένο σε σκιάχτρο,
τον παιδικό της έρωτα,
πωλητές του Τίποτα,
μια τυφλή γυναίκα που της κλέβει τα μάτια
και ένα κορίτσι που θέλει στ’ αλήθεια να πεθάνει!
Έως ότου της αποκαλύπτεται
το μυστικό του όγδοου ορίζοντα..

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

οίκος μοναξιάς...


Τελειώνω τη μέρα μου
μ’ ένα βράδυ ντυμένο
εβένινο τούλι
Δαχτυλίδι φορά,
ένδειξη υπακοής
προς τα πάθη

Σαν γυναίκα ώριμη
με μαλλιά λευκά
και
ξέπλεκα όνειρα

Ή
σα τριαντάφυλλο αφηρημένο
που γυμνό μένει
σε ηδονοβλεψία πέρασμα
πριν μαραθεί

Ή
σα τραπεζίτη θάλασσα
που παίζει μετοχές
στα ναυάγια του έρωτα.

Δεν θα σου πω ότι συνωμοτώ
μαζί του!
Κουράστηκα το παράθυρο να χτυπά
και αίμα να επαιτεί

Ραντεβού δίνω με την πένα
να λευτερωθώ
από λασπωμένους απόντες.

Τσακώθηκα με τις λέξεις
που θέλουν να με υποτάξουν.

Γυρίζω στον οίκο της τρέλας μου
για να γευτώ την αρμύρα της
να κοιμηθώ με το άρωμά της
ευελπιστώντας το αύριο…

Κυριακή 19 Οκτωβρίου 2008

μυωπικά όνειρα



Σωματοποιήθηκες με την ανυπαρξία σου
Μια μάζα έγινες
στο θαύμα της ζύμης
σαν φουσκώνει την τέχνη της

Ένα ολέθριο νεφέλωμα
στο στερέωμα της προδοσίας

Σαν ηθική που ζητά
αντισκωρικό ροκάνισμα.

Ένα διεστραμμένο κρούσμα
του εαυτού σου

Η ψυχή σου μια αχρωματοψία,
φάντασμα εξόριστο
στους διαδρόμους με τα επείγοντα
περιστατικά
του οφθαλμολογικού μαιευτηρίου.

Γωγώ Πακτίτη
***

κοίτα, φίλε μου

μονολόγησα
μπήγοντας τα νύχια
με δύναμη στις χούφτες,

ακόμα και τα όνειρα
πάσχουν από μυωπία

και θαρρούσα
πως το μόνο που η ηλικία μου χρωστούσε
ήταν ένα ζευγάρι γυαλιά πρεσβυωπίας


Μαρία Ρ

Τετάρτη 15 Οκτωβρίου 2008

45...



Δεν είναι που σήμερα βρέχονται τα υπάρχοντά μου.
Δεν είναι που καταλαγιάζω την τρέλα μου στα πεσμένα φύλλα.
Δεν είναι που μαζεύω τη νικοτίνη και κιτρινίζουν τα χέρια μου.
Είναι αυτό το υγρό απομεσήμερο, που νοτίζει ό,τι στους ώμους μου βαστώ.
Εκείνο το ιδιότροπο μετά μεσημβρίας, που γκρινιάζει ασταμάτητα φτύνοντας τους τοίχους.
Τα μάτια μου, φτιάχνουν περίγραμμα σε ένα όνειρο καθρέπτη, που στέκει απέναντί μου να μου θυμίζει τι ήθελα και τι έκανα.

«Αλίμονο αν στα όνειρα παρακαταθήκη κάνουμε».

Ξέρεις,
Κάθε φορά που μετρώ τις 45 μου ουλές, σταυρώνω και μια ελπίδα.
Φοβάμαι εαυτέ μου,
πως κι εκείνη την τρόμαξα σαν αντικατοπτρίζω το άλλοθί μου.

«Χωράω άραγε σε κάποια επιθυμία ενός άγνωστου ήλιου;»

Ρώτησα μια μάγισσα, ποιο φίδι κουλουριάζει τον έρωτά μου.
Μα τι ρωτώ;
Πάντα μου έδειχνες τις ξόβεργες τις αποτυχίας, μα εγώ τυφλή με μάτια ανοιχτά σε λαβώνω.
Είναι φορές που στέκομαι αντίκρυ σου και σμιλεύω αγάλματα αισθήματα.
Και τότε εσύ, κεραυνός στα σωθικά μου, καις ανισορροπία.

«Πως είναι δυνατόν», μου λες, «ξόανο να κάνεις την ψυχή σου!»

*Είναι που κάθε χρόνο μετρώ τα όνειρα και μου μιλώ!*

*Είναι που τρέχω στο 45ο χιλιόμετρο της απουσίας μου!*

*Είναι που ξέρω πως είμαι εδώ…*

ΣΤΡΕΦΩ ΤΟ ΧΑΟΣ ΜΟΥ ΣΤΗΝ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑ ΓΙΑ ΝΑ ΕΧΕΙ ΧΩΡΟ Ο ΕΑΥΤΟΣ ΜΟΥ

Υ. Γ.
«Αν λυγίζω, συγχωρήστε με, μα έχω δικαίωμα στην αδυναμία!»

Πέμπτη 9 Οκτωβρίου 2008

πέντε λεπτά...


Εδώ,
σε τούτη τη βεράντα
στης θλίψης τα τετραγωνικά
λευτέρωσα τη ματιά μου
πάνω σε κορφή αόρατου φεγγαριού.

Εδώ,
σε τούτο το ποτήρι
κρύσταλλο των χειλιών μου
μέθυσα μοσχοφίλερο όνειρο
στο ταξίδι ενός αντίου.

Και έχει Θεέ μου μια παγωνιά, ας είναι καλοκαίρι.

Ζάλη φαρμακερού προορισμού
κάθε γουλιά της δίψας.
Αναθυμιάσεις ερώτων αρωμάτων
περιπλανιόνται στις στιγμές.

«Θέλω κάτι να σε θυμάμαι», σου είπα,
«φυλαχτό στις λυγισμένες αντοχές»

Δεν απαντούν οι χάρτινες σιωπές,
φτιάχνουν μόνο καράβια αταξίδευτα.


Μα άθελά σου με φυλάκισες σε αξεδιάλυτο απέραντο
φορώντας μου πέντε λεπτά…

Κυριακή 5 Οκτωβρίου 2008

βρεγμένη μοναξιά


Βράδιασε γρήγορα απόψε
άνοιξε το τζάμι
να μπει εκείνη η υγρή φορεσιά
που δροσίζει τον άνεμο
μιας ατέρμονης μοναξιάς

Μη ρωτάς
γιατί στάλες γεμίζουν οι τοίχοι
είναι το χνώτο σιωπής που πονά

Μη ζητάς
τις σκιές να μαζέψουν το δάκρυ
είναι υφάντρες που ράβουν ξεχασμένα φιλιά

Όταν πέφτει η βροχή
ονειροπόλος τη γνέθει
σε αυλάκια κρυφά

Κυριακή 28 Σεπτεμβρίου 2008

υιοθετημένη παραβολή


Λευτερώνεις τους ασθενημένους ιούς
από τους πόρους της ντροπής σου
για να μπορείς ανάσα να ονομάσεις
την αμαρτία σου.

Αποκόβεις τους εφιάλτες
από τα στίγματα της ενοχής σου
για να διαγράψεις μια θρησκεία,
υιοθετημένη παραβολή.

Συντρίβεις το νοσηρό σου πάθος
σε ξένο στασίδι, με τη δικαιολογία
«εγώ καθόμουν πριν».

Αδειάζεις τα γερασμένα μάτια σου
στο άπειρο των ονείρων
που έχουν ανάστημα σιωπής,
γιατί με τα χέρια δεν τα φτάνεις.

«Είναι ανύπαρκτος ο συλλογισμός
στα ουρλιαχτά σου…»

*Άσε να ξεκουραστούν τα χρόνια σου,
πριν μιλήσουν οι μαντατοφόροι έρωτες*

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2008

αμαρτίας ρεύματα


Φώναζες μέσα στο λήθαργο της απουσίας σου,
να πάψουν οι συνωμοσίες να καταλύουν
τα όνειρά σου.

Αποφοίτησες απ’ τη ζωή
χαζεύοντας μικρές αγγελίες δρόμου,
ψάχνοντας να βρεις την τύχη σου
καπνίζοντας τον χρόνο.

«Πρέπει να καταταγώ στη σάρκα μου», μου είπες.

Αν το πρέπει φανερώσει τη γύμνια σου,
εξημέρωσε τον παιδικό σου ύπνο
με ξεριζωμένες λέξεις
που ξέρουν να δομούν ισορροπίες.

«Χάθηκα σε ρεύματα αμαρτίας», θρηνείς.

Είναι να γνωρίζεις
το μεγαλείο της αμαρτίας
καθώς τα βήματα ανταποκρίνονται
στο δάκρυ!

Αγαπημένε,
στεφάνωσε το χθες
με ανώδυνο σήμερα!

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2008


Όσο οι άλλοι
μια παρεξήγηση βαστούν στα χέρια τους,
εγώ εξακολουθώ να μετρώ δακρυσμένα δάχτυλα
στο βάθος της αγάπης!

Κι αν έσωσα ότι εκείνοι σκότωσαν,
είναι γιατί δίχως νύχτες
ναύλωσα την ενοχή μου!

Αλλά,
οι μόνες καλημέρες που αντάμωσα
ήταν μισές,
στα λόγια κρυμμένες!

Μα δεν χάραξα ακόμη της σιωπής μου το πάθος…

Κυριακή 7 Σεπτεμβρίου 2008

φονεμένος αντίλαλος






Τουλάχιστον
ας σώσουμε μία ιδέα
αφού το Νόημα
καταβροχθίστηκε στις γωνιές
όπου παραμονεύουν
οι λυσσασμένοι σκύλοι

τι κι αν δεν καταφέραμε
διάπλατες πληγές
στα χείλια μας ν’ ανοίξουμε
(είναι οδυνηρό το αλάτι , αδερφή μου)
ελεύθερο το αίμα
σε λαίμαργα στήθια
να κυλήσει

όχι,
όχι
δεν έχει σημασία

το μόνο που μετράει
είναι τι θα αφηγηθούμε

και πόσες προσευχές
περήφανα στα δόντια
θα κρεμάσουμε

*
Μαρία Ροδοπούλου

***
Ανακαινίζω μια ιδέα
στο απατημένο νόημα
μιας ξέχορδης σημασίας.

Κι αν τιμωρούμαι
γιατί αληθινή υπάρχω,
είναι γιατί
ποτέ δεν φοβήθηκα
την αρμύρα να καταπιώ.

Λυπάμαι,
που η αφήγησή τους,
(πύον άσαρκης πατούσας)
μόνο το εντός τους χλευάζει
διαπερνώντας τα πέτρινα τοιχώματα
της ψυχής.

Φονεμένος αντίλαλος
ενός μίζερου οργασμού!
*
Γωγώ Πακτίτη

Σάββατο 30 Αυγούστου 2008

νερομπογιές πλανεύτρες






Γεμάτο ζωγραφιές το παράθυρο της ανάγκης
μα το φόντο, σκονισμένο από χρόνου χέρια.

Θάμπωσε η ερημιά το τοπίο των ματιών!

Θυμωμένη ζήτησα αθάνατο νερό
που εξιλεώνει νερομπογιές πλανεύτρες
από βρόχινη σκόνη.
Ανακατεμένα χρώματα δακρύζουν το τζάμι
με σκούρες κηλίδες ανυπαρξίας τώρα πια.
Αφουγκράζομαι το σιωπηλό μουρμουρητό
της βαμμένης κατηφόρας,
σαν οι μπογιές κατρακυλούν στον τοίχο
της ξεγραμμένης αλήθειας.

Ξέρεις τι νοστάλγησα;

Τα φυσικά γέλια των μολυβιών
που ξέρουν στα χείλη να σκιτσάρουν
ένα ταξίδι στου παραμυθιού το νεύμα.

Πόσο ανοιχτός είναι ένας μύθος, στο αέναο της ψυχής!


*

Τετάρτη 20 Αυγούστου 2008

της νύχτας ο ίλιγγος



Φίλη μου,
η παραλία αυτή που μέτρησε τη ψυχή μου
στερέωσε την άμμο της στις φλέβες του κύματος
και ένα κομμάτι δειλινού το ζύμωσε στη σιωπή σου.

Η ορατότητά μου σήμερα,
περιορίστηκε στην τελευταία μνήμη της μέρας,
που την υποδέχτηκε ένα φεγγάρι πεινασμένο,
ολάκερο, ανιχνεύοντας συνωμοσίες με τραγούδια
από στήθη που βυζαίνουν αγάπη.

Στο μπαράκι του Φαλήρου,
σερβίρουν κρασί με άρωμα φτασμένης επιθυμίας.
Και εσύ ξέρεις πώς να λιγώνεις στιγμές.
Μ’ άφησες να χορεύω στους ώμους σου
με τα βελούδινα πέλματα των δακρύων μου.

Αν σε ρωτήσουν
γιατί οι κεραυνοί μου συντροφεύουν την ανάσα μου,
να τους πεις πως, στο υψόμετρο του πυρετού μου
το κέρασμά σου ήταν αντίλαλος της γενναιοδωρίας σου.
Η μεθυσμένη ανάγκη μου σε έχρισε εξομολόγο
των νεκρών μου.

Η νύχτα αφήνει ιλίγγους στο άστρωτο κρεβάτι της ακτής,
όπου αστέρια με μαργαριτάρια για ποτήρι
και γιόμα από οίνο λυτρωτικό,
ζαλίζουν ποσειδώνια απαλλαγμένα από καρπούς
ψεύτικων κοσμημάτων.

Φίλη μου,
το φίλτρο του ξημερώματος
εξιλεώνει βυθούς,
περπατώντας
στα χείλη του ήλιου.
-αφιερωμένο στη t ballete-

Τρίτη 12 Αυγούστου 2008

νυχτερινός περίπατος


Νυχτερινός περίπατος τα λόγια σου
Που εκβάλλουν ώρες στο μονοπάτι με τα βότσαλα.

Εκείνο το πεφταστέρι, χθες βράδυ στης μέθης το κύμα,
Δίχτυ ελπίδας στις νωχελικές αγκαλιές του αέρα.

είπα να ξεντύσω την παγωνιά με το αστρικό φως
Μιας ευχής,
Σαν στροβιλίζεσαι γύρω από την ψυχή μου.

Μα ο μπάτης παιχνίδι έστησε στην αδέσποτη μοναξιά.
Κρυφτό με τις φυλλωσιές της σιγής.

Ετούτοι οι βράχοι, αγάλματα σμιλευμένα με αφρό
Που κυβερνά παθιασμένα πλοία στην ξέρα.

Πίνω τα αμυδρά χνάρια σου σ’ ένα ποτήρι βότκα.
Γλυκόξινη παρουσία ανύπαρκτων αποσιωπητικών.

Δίχως σημεία στίξης η γραφή σου
Φωσφορίζει τον μοναδικό επιβάτη της σελίδας μου.

Λαξεύω τη ζάλη με δίκοπη πένα
Χαράζοντας αγγελία του «θα» σου.

Το μήνυμα ελήφθη
Μα ο παραλήπτης λησμόνησε τις λέξεις να κυλά.

Παρασκευή 1 Αυγούστου 2008

ο καρπός της μοναξιάς



Έχω ένα θάνατο κρυμμένο στο μανίκι μου
όπου οι αδυναμίες του χλευάζουν
τη μία στιγμή που όλοι θε να ζήσουν.

Λησμόνησα απόψε
πως οι φλέβες μου κυοφορούν απομεινάρια
της δίνης σου.

Πόσο θλίβομαι σαν οι καταδίκες μου
εξιλαστήριο θύμα είναι!
Σήμερα έχει σειρά η κόψη του ξυραφιού
πάνω στα αλύτρωτα όνειρα των μαρτύρων
μιας παραίτησης ανόθευτης.

Τρέχει η δίψα της ευθύνης
στα ίχνη των άμοιρων δακρύων.
Σμιλεύω τις ενοχές της σιωπής
και διαπραγματεύομαι το ντροπιασμένο βλέμμα
χωρίς απολαβές.

«υπάρχει συμπόνια;» ρώτησες.

Υποπτεύομαι πως τέτοια βήματα σβήνουν
στα απρόσιτα βράδια των μελλούμενων.

«υπάρχει λύτρωση» μονολόγησες!

Και αύριο,
όσο επώδυνα είναι τα αφαιρετικά μονοπάτια
στους ίδιους πειρασμούς θα ενδώσεις!

Στης κορυφής τις διαστάσεις!
Εκεί θα μάθω πόσο ώριμος
είναι o καρπός της μοναξιάς!

Δευτέρα 14 Ιουλίου 2008

καπνός του πάθους


Ποιος σου είπε πως τις νύχτες
όπου η νικοτίνη βάφει τα άχρωμα χέρια μου,
μπορείς ευθαρσώς να σκοτώνεις τη μυρωδιά;
Είναι ρίγος στη γωνία του τσιγάρου
ο καπνός του πάθους!

Απομάκρυνε το ιδρωμένο βλέμμα σου
απ’ τον καθρέπτη μου.
Βρίσκεται εκεί,
για να μετράει δάχτυλα ριζωμένης αγάπης
Κι εσύ,
μια πνιγερή μοναξιά λερώνεις με κενό!

Σώπασε!
Δεν ανοίγουν έτσι οι πληγές.
Μόνο γνήσια δάκρυα ,
διάφανα νυστέρια ,
εγχειρίζουν τη ζωή.

Ραμμένες φλόγες
απολυμαίνουν τη τομή!

γωγώ

***
Σώπα κι άκου!
Η ναρκωμένη σιωπή μου αποφάσισε να μιλήσει!

maria r

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2008


Μη παίζεις χαρτιά
Με την άπνοια,
Μοίρασε κάρτες
Στου ανέμου τα χέρια!

Μη ξεγελάς τη γάνα των τοίχων
Με αφίσες,
Πάρε άσβεστο
Ν’ απολυμάνεις τη νικοτίνη του κορμιού σου!

Μην ανοίγεις οπές
Με τα δάχτυλα των ποδιών σου,
Αιθρίαζε ουρανό
Με άπαρτη όψη!

Μην απολύεις,
Χάρτινες λέξεις,
Ύφαινε μελάνι
Σε κιτάπια σιωπής!

Μη κρυφοκοιτάζεις
Τη ζωή μου,
Τόλμησε αν θες
Να δραπετεύσεις σ’ αυτή!

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008


ω! αγάπη!

πλησίασε το φως

να κυλήσεις

στην ίριδα των ματιών μου,

το πάθος,

να ανοίξεις αυλάκια στη ψυχή και το σώμα

να χυθεί το άρωμα

εντός των κυττάρων μου

Δευτέρα 23 Ιουνίου 2008

μωβ ανθός


Αγέρας είμαι
στις λέξεις των ονείρων.
Τον απόηχο του γέλιου σας αφουγκράζομαι.

Είμαι το Διάφανο παραστράτημα
στις φωνές σας,
που με ανέβασε ψηλά
για να θωρώ τα πάθη μου
στης λίμνης τους μωβ ανθούς.

Κι αν η ανάσα μου
προσδοκούσε
κατάδυση στην καταιγίδα,

τελικά ,
ναυαγός θα μείνω στο βάρος της ψυχής μου.


Πέμπτη 19 Ιουνίου 2008



διάτρητη είναι η αμαρτία
σε αίμα αρνητικό!
ας έχω πυρετό στη ψυχή,
παρά θάνατο παγωμένο!

Δευτέρα 16 Ιουνίου 2008

Αφιερωμένο στη φίλη μου
Γωγώ.

Τρίτη 10 Ιουνίου 2008

απονευρωμένη όραση


Μουδιασμένη σήμερα!

Στείρο ποτάμι,
σύντροφος του άνυνδρου ουρανού
αγκομαχεί στο δύσβατο,
που κάποτε θύμιζε, βυθό.
Απονευρωμένη η όραση ,
πόνου ευθεία ,
διασχίζει στρατοπεδευμένους ιούς
στα σύνορα του Βορρά,

παγωμένη εκστρατεία.

Έναν γκρεμνό γεφυρώνω
τριών λευκών νάνων,
να μεταφέρουν εφόδια σε νηστικούς πολεμιστές.

Πλανεύτρα όσφρηση!

Ανεξέλεγκτε νου!

Προδικάζεις πόνους
σε βύθιση αμαρτωλής σύριγγας,
μετάγγιση μάταιης ανακούφισης

Προδομένε μυστικοφόρε λάρυγγα,
γευματίζεις καημούς
φέτες από νάρκωση!

Σάββατο 7 Ιουνίου 2008

μυστικά κρυμμένα


όλες οι λέξεις μου
καμωμένες από δάχτυλα ψυχής
χαρακώνουν λευκές σελίδες.

μυστικά κρυμμένα της καρδιάς
τα αγαπημένα,
στων ματιών σου την αρχή,
στων χειλιών σου το τέλος.

κι ότι γράφω,
με την ελπίδα φυλαχτό
κοιμάμαι,
να με θυμάσαι και να θυμάσαι
πως μπορεί να ήμασταν ένα!

*

Τρίτη 3 Ιουνίου 2008

τι λες;

Οργώνω στο όνειρο μα φυτρώνει γκρεμός
φυτεύω στον γκρεμό και βλασταίνει πατημένη γη…
Στην πρώτη στροφή ένα πουλί
με σημαδεύει με το ράμφος και λέει
καλά ήμουν άγονο
τώρα παλεύεις με ίχνη
μα τα ίχνη γυρεύω του λέω…
δεύτερη στροφή δε βρήκα
ούτε ίχνη
και ξέρω πως άλλη στροφή στο όνειρο δεν υπάρχει
μόνο ανεπεξέργαστη γη για χαμένα βήματα
τι λες;
πάμε;

Γιώργος Ποταμίτης

Πάλι βρέχει μοναξιά σε βήματα χαμένα.
Σε κάθε στροφή,
σε κάθε γκρεμό
χορτάρι υγρής προσμονής.
Ένα τσιγάρο σύννεφο
να πεταρίσει η ψυχή μου,
στ' ακατέργαστα τ’ ονείρου σκαλιά,
στο γύρισμα του χρόνου
που σιωπηλά ακολουθεί τα ίχνη μου.
Αθέατη να είμαι δίπλα σου
να καίνε οι παλάμες
τις νύχτες
που κουρνιάζουν οι σμιλευτές
στο χάρτινο καλέμι του Εγώ τους.
Μα περπατάμε ψηλά,
λύνοντας το ζωνάρι της καρδιάς
που αγέννητες ελπίδες σπέρνει.
Τι λες;
θα κινήσουμε ;

Γωγώ Πακτίτη
*
"ευχαριστώ τον Γιώργο Ποταμίτη για την φωτογραφία που έφτιαξε"

Σάββατο 31 Μαΐου 2008

είναι στιγμές...




Παλεύω …
Πάντα παλεύω, στους μύριους όσους πειρασμούς που τρέχουν πίσω μου σαν διψασμένα όρνια, να πιούν, όχι να φάνε, να πιούν τη λιγοστή αντοχή του πρέπει.
Ποιος είναι εκείνος που μια τόσο δα λέξη την έκανε τόσο τρανή!
Τρανή είναι η ψυχή που σπάει δρόμους ανοχής στον πυρετό της επιθυμίας.
Τρανός είναι ο χρόνος που δε σταματά στη θλίψη και δε δραπετεύει απ’ τη ροή του ονείρου.
Γράφω…
Πάντα γράφω σε τούτες τις υγρές σελίδες, που το ματιών το αθέατο ταξιδεύουν στης ψυχής το άβατο.
Ίχνη αφήνω, από μελάνι μωβ στο εξώφυλλο των πόθων με σελιδοδείκτη ένα κύμα πλεγμένο στις φλόγες των δάχτυλων.
Και είναι στιγμές, που το μολύβι το σκάει απ’ την οδύνη, μα η οδύνη το αίμα της στους τοίχους προσφέρει.
Και είναι κάτι άλλες στιγμές, που προσηλώνει τόνους στα κιτάπια της σκέψης και ζωντανεύει νεκρά κύτταρα ηλιοβασιλέματος.
Εμπνέομαι…
Πάντα εμπνέομαι από τα αμάραντα στιχάκια του κήπου μου, ξεριζώνοντας αγκάθια απ’ τον βολβό των ματιών μη στάξουν στον καμβά του πόνου.
Οργώνω γράμματα με το θέλω του ακατέργαστου ονείρου!
Του γνήσιου ονείρου που δεν θέλει επεξεργασία!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

κρυστάλλινες ουλές



Λαξεύω μικρές αμαρτίες
Με βελόνες λέξεις,
Τατουάζ στο μπράτσο της ψυχής.
Νότες ορθώνω περασμένες
Στο κατώφλι της μνήμης
Με παρτιτούρα την έμπνευση των ματιών σου.
Ψάχνω το αίμα μου στα χείλη σου,
Σβησμένη αλήθεια,
Τσιγάρο που προσμένει να τ’ ανάψεις.

Γράφω «μου λείπεις»,
Μα ο ήχος της απουσίας
Μαύρο πανί στου ρολογιού τη σκέπη.

Προδομένη βροχή οι κλωστές της ώρας!

Στη στέγη της σιωπής
Που λογισμούς στοχεύει,
Ανεμοδείχτης θάνατος
Ο βυθός του ουρανού
Στο άλλοθι του μαύρου
Που κρύβει πραγματικότητα
Από κρίκους σύννεφα.

«σε πίνω πάλι απόψε, σε κρυστάλλινες ουλές…»

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

ματόφυλλα αγρύπνιας


Δεν κοιμήθηκες απόψε έρωτα!

Στα ματόφυλλα της αγρύπνιας
Πετάρισες σαΐτα μορφή
Που αναγείρει το γέννημα ενός
Πεπρωμένου νικητή.

Που λάθεψα έρωτα;

Με δυο ποτήρια
Κόκκινο ανεκπλήρωτο
Τσουγκρίζουμε απόψε,
Γελώντας με τη στάλα της μέθης
Να ειπωθούν αλήθειες ,
Υφασμένες ουσίες,
Στη σήψη του φόβου.
.
Είναι ροζ το αποτύπωμα της αυταπάτης
Στο βαρύ σκούρο της αποσύνθεσης.

Περιμένω έρωτα!

Το όνομά μου κληροδοτώ
Με γράμματα κεφαλαία
Στη προσμονή του απρόσμενου!

Μη ξεχνάς!
Οι λέξεις πάντα διαβάζονται ανάποδα!

Κι αν είναι αντίστροφα
Να μελετώ τα λάθη
Δίχως γυαλιά σε καρτερώ!

Ελεύθερα σ' αγαπώ...

Τρίτη 20 Μαΐου 2008


μια γραμματική άλλων καιρών
πλαστογράφησα

ψιμύθιο του έρωτα

η ανοχή

τα δικά μου γράμματα

αφουγκράζομαι

στο ανεμπόδιστο βιβλίο

της πίστης

κατάλαβα...

πτύει χημικά χρώματα

η αγάπη

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

πάψτε πια...


Πάψτε πια να πετροβολάτε το φεγγάρι!
της νύχτας οι φλέβες
είναι βασανισμένα όνειρα
που τρέχουν αίμα
από μετάγγιση φόβου.

Τι νομίζετε,
Πως σαν κλυδωνίζονται τα άστρα
οι βραδινοί σπόροι του μαύρου
στα δίχτυα του γαλάζιου θα πιαστούν;

Αφανίστε τη νύστα
στου ηλιοβασιλέματος τα μάτια
με άγρυπνους κήπους,
νοτισμένους ουρανό.

Στο χάδι του νυχτολούλουδου
αποκοιμάται η σιωπή
στα κρυφά όνειρα
μιας χρυσαλλίδας.

Αφυπνίστε το φεγγάρι
με φεγγοβόλημα ψυχής
σαν η ολονυχτία του έρωτα
εκτείνει την επιθυμία.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

πάθος αμαρτίας


οι παλιές αμαρτίες,
μας πάνε στον παράδεισο
αφού πρώτα το άρωμα αφανίσει την κόλαση
μ 'αρέσει ν 'αλητεύω τις λέξεις
όπως η βροχή ασελγεί αδιάκοπα σ' ένα τσιγάρο αναμμένο
μα τούτη η φωτιά δεν σβήνει, μάτια μου,
είναι πάθος που μεθάει τους καπνούς...

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008



Που είσαι ?
σε σένα αναφέρομαι ?
στο χάρτη πια παλάμη καρφωμένη
ακόμη ταξιδεύει ?

πως σε λένε?
γιατί είσαι ακόμη ντυμένη?
σε ποια γειτονιά των ψιθύρων κατοικείς ?
έχει ταυτότητα το κουδούνι της πόρτας σου
κ ο τοίχος σου, μήπως δαχτυλικά αποτυπώματα
δίχρωμης προβολής ?

γιατί φοράς μαύρα ?
ποιο φιλί της αλφαβήτου αργοπεθαίνει
στην ορκομωσία των ‘άλλων’ ?

υπάρχει ερμηνεία ορθογραφική των όρκων
στο βαθύ bleu της ψυχής ?
είναι τόσο υγρές οι εκδοχές του λεξικού
ξεβράζουν αργά στις ακτές της ,μυστικές συνουσίες
διαλεκτών αρωμάτων …



Είμαι παντού,
δεν με βλέπεις;
Δεν έχει τοπογράφο η αφή μου.
Γραμμογραφώ ατσαλάκωτους διαλογισμούς.
Το όνομά μου, «εσύ»
Ντυμένο όνειρο
στην ημίγυμνη στάλα
του τοίχου σου.
Ανεξάρτητη γυρνώ
δίχως καρφιά στα μάτια
Το «ΑΛΦΑ»
της πνοής σου μην υπερβώ.
Ταυτότητα άνευ εικόνας
κείνο το χάρτινο γέλιο
στον όρκο του δυσλεκτικού λεξικού.
Το «μαύρο», κάλυψη ερμηνείας
στο σταυρωτό διάγραμμα των φιλιών.
Συνουσία αρωμάτων
οι υγρές συλλαβές…

γωγώ


Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

χωρίς τίτλο



Σε ανακυκλώνω,
Στον κάδο της συνείδησης
Με κύκλους πράσινους
Που δίχως όνομα ομολογούν
Τις πράξεις…

Σε αποστειρώνω,
Στο δωμάτιο της σκέψης
Από μικρόβιο βλέμμα
Με 100 βαθμούς αλκοόλ
Κι ας καίει την ψυχή
Η κάθαρση…

Σε σφραγίζω,
Στο γράμμα της σάρκας μου
Μ’ ένα ποίημα
Από λέξεις παραδομένες
Στην έπαρση
Της αγάπης…

Σε καρφιτσώνω,
Στα αφανή όνειρα
Που ανώφελα κάλυπταν
Τις ώρες μου,
Με χέρια ανέγγιχτα…

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

γράμμα σε σένα φίλη μου...

Αυτό είναι το μεγαλείο της φύσης. Είναι υπεράνω όλων! Δεν μαρτυρά αγάπες κρυφές και ξέρει με τη σιωπή της να δυναμώνει το τραγούδι του ψίθυρου. Δεν κάνει διακρίσεις! Αγκαλιάζει ότι οι άλλοι νομίζουν «ασχήμια», και με χάρη ανεξάρτητης μπαλαρίνας, χορεύει στο κορμί της ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο, που όταν εμείς οι ίδιοι εξοστρακίζουμε την ψυχή μας, καταφύγιο σε κάποια φυλλωσιά της αγάπης της, αποζητούμε! Είναι που ξέρει να αφουγκράζεται τις κακότεχνες φωνές και να τις κάνει ρυάκι στη μουσική των αγγέλων!

Ξέρεις αγαπημένη φίλη μου, δεν είναι η μοναξιά που βουβαίνει την ανάσα μου, ούτε η σιγαλή όχθη της αναμονής. Είναι κάποιες στιγμές που εκείνα τα «χ» που έβαλα αυθαίρετα, με κυνηγούν ανελέητα. Κι εγώ, με σταγόνες αντοχής, κάτι σαν αντιβίωση, προσπαθώ να τα γιάνω. Ότι αυθαίρετο, πάντα κάποιος το γκρεμίζει… ακόμη και η καρδιά μας, που δεν σταματά να τριγυρίζει σε μονοπάτια γνωστά – άγνωστα…εκεί ανεμοδέρνομαι, σε ένα σταυροδρόμι ξεχασμένο, που φρόντισε η προδομένη θλίψη μου να ξαναθυμηθεί…

« Μου γράφεις, ότι είναι δύσκολο να ξεφύγεις από αγάπες λαβωμένες και πως ο χειρότερος εχθρός τους είναι η ανάμνηση.
Να πάψω να κλαίω και να βουτήξω το αρμυρό ύδωρ στη λησμονιά ενός ποτηριού με ούζο γιομάτο. Όχι για να μεθύσω το μυαλό, αλλά τα κύματα που τρεμουλιάζουν τα όνειρα να ξορκίσω.»


Ήμουν ένα μικρό βότσαλο σε κάποια αφηρημένη αμμουδιά
Όταν τον γνώρισα, που προσδοκούσε πότε το κύμα,
πότε τα χνάρια κάποιας δόνησης πάνω στη αρμύρα μου,
ζωγραφίζοντας απαγορευτικούς κώδικες σε καμένες αναμνήσεις.
Αλυσόδενα την θλίψη μου, πριν τον αγαπήσω,
φτιάχνοντας άμυνες σιωπής με μόνη συντροφιά
ένα κεραυνό νου, που θέριευε στο καταφύγιο της μοναξιάς.
Έφτιαχνα λίμνες απάνεμες, πριν του παραδοθώ,
να μη σαλεύει τ’ όνειρο και άμμος γίνει στην ταραχή του ίσκιου.
Σαν η βροχή συνύφαινε με τη θάλασσα,
κύρτωνα αγάπες για να ζεστάνουν την στρογγυλότητα των δακρύων,
πριν τον λατρέψω.

Κι εκεί, που κόπαζα τους φόβους μου, δεν ξαναγυρνώ πια!
Τούτα τα ερείπια δεν μου μοιάζουν…
Ανήλιαγα συντρίμμια ας μείνουν, στον καιρό της γύμνιας…


Ναι φίλη μου καλή, δεν ξαναγυρνώ, μα τούτη η τρανή αγάπη, που μόνο εγώ
ανάπνευσα καλπάζοντας στο πάθος, είναι στάχυ άκοπο, που ο σπόρους του,
το δικό μου χέρι θέλει μόνο να καρπίσει…

κι εγώ τι έκανα…
φοβήθηκα τον κάμπο, μη με λυγίσει ο άνεμος μιας μαρτυρίας διχασμένης…
δραπέτευσα από μένα, στο όνομα ενός αναμασημένου πόνου…
ο φόβος… για να’ χω ένα άλλοθι…

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

αντίσκηνο απουσίας


Στρατοπεδεύει εδώ,
στους μαυρισμένους καιρούς
των αποστάσεων.
Αντίσκηνο της απουσίας,
νοτισμένα όνειρα
που μουχλιάζουν γη.
Δυο θάλασσες στην άκρη
της μοναξιάς.
Μια γαλανή, μια κόκκινη.
Γωνίες λιμνάζουσες
που βάφουν δάκρυ πινέλου,
στη διαχωριστική γραμμή.
Παύλα… παύλα… παύλα…
Σειρές κουραστικές
με κενό μονότονο …
Σε τούτη τη λαίλαπα αγωνίας,
κατοικοεδρεύει
σαν γυμνοσάλιαγκας
που σέρνει τις ουσίες του.

«φόβητρο του *αιωρείται*
η σκιά της απελπισίας…»

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

συντήρηση πόθων



να συντηρείς τον πόθο
σα φωτιά που σιγοκαίει,
να περπατάς αθόρυβα στη σκέψη
όπως το αίμα σιωπηλά στις φλέβες κυλάει,
υγρά όνειρα να εκπνέεις
όπως ο αέρας στα κρυφά εισπνέει
της θάλασσας την αρμύρα,
να κρύβεσαι στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού
όπως η πούλια μεταμφιέζεται σ' αυγερινό,

εκκωφαντικά να ερωτεύεσαι
σαν την μέρα που Φως κραυγάζει
ή σαν την Νύχτα που Αστέρια ξεφωνίζει

*
Μαρία Ροδοπούλου

Ανάβω πόθο
με φλόγα μυστικών λέξεων.
Σιγανό βάδισμα η σκέψη της καρδιάς
στις φλέβες των άστρων.
Όνειρα λούζω, στο ποτάμι της ψυχής
με γλυκό νερό αλήθειας.
Ανασαίνω άνεμο αλήτη
στους ψίθυρους καταρράκτες
της φαντασίας.
Κρύβομαι στη διαβασμένη χαρά
του φεγγαριού
όπως το νόημα μιας αλληγορικής
φράσεις.

ανυπόταχτα ερωτεύομαι
όπως ο άνεμος που πυρετό δροσίζει,
όπως ο ουρανός που το κορμί βαπτίζει…
*
Γωγώ Πακτίτη




Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

ελεύθερη σιωπή


λευτέρωσε τη σιωπή πάνω σε λέξεις
που αχνά διακρίνουν οι ραγισμένοι,
για να ερημώσει η χαράδρα της μοναξιάς.
λυτρώσου από ανυπότακτες τύψεις
και φόρεσε τα κόκκινα φιλιά της φλόγας
στο τραγούδι των νερών,
που σβήνουν τη ρηχότητα
και ανάβουν όσα δεν πνίγηκαν...



Εμπνευσμένο
από την εγγραφή
του Γιώργου Ποταμίτη
στο μπλοκ του


Σάββατο 3 Μαΐου 2008

έκπτωτος άγγελος


Έκπτωτος άγγελος
στο ημίφως της πανσέληνου
σταυρώνει χρώματα
φωτιάς θλιμμένης.
Αντάρτες όνειρα
μάχονται οδούς
μιας ξεχασμένης αιωνιότητας.
Άπνοια μνήμης
ενός αγκιστρωμένου
ψίθυρου,
δικάζει τη σιωπή.
Αστέρια άσωτα συλλαβίζει,
σε μορφές ανώνυμες,
σε φλογερά στιχάκια.

«τάφρους σιγής οι φτερούγες ξεγλιστράνε…»

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

ήταν χθες...σαν σήμερα...


Θυμάσαι στην Άνδρο;
Χθες στον ύπνο μου, περπάτησα στα μονοπάτια της.
Δεν ήσουν δίπλα μου, μα άκουγα τη φωνή σου.
Ανάσαινα την ανάσα σου, ρουφούσα το άρωμά σου.
Ο ήλιος έκαιγε και χοντρές στάλες από ιδρώτα συνόδευαν την αγωνία μου.
Σ’ έψαχνα, μα δε σε βρήκα!
Στη θέση της σκιάς μου η δική σου φιγούρα ζωγραφίστηκε.
Αόρατο χέρι έσφιξε την ψυχή μου, σα να ήθελε να μου την πάρει!
Μάταια σ’ αναζητούσα, μάταια τα δάκρυα της προσμονής.
Εκεί, δίπλα στο μνημείο του αφανή Ναύτη,
κουλουριάστηκα αποζητώντας την αλήθεια!
Αντάρα σκέπασε τον ουρανό κι έσκισε τα σωθικά του.
Κύματα θεριά θέλησαν να με παρασύρουν…
Γραπώθηκα απ’ το άγαλμα και μια ανεξήγητη
δύναμη με κόλλησε πάνω του.
Ναυαγός της σιωπής και των ανομολόγητων
πόθων μου, η σκέψη μονολογούσε:
«άγαλμα είναι, ψυχρό και απροσπέλαστο.
άσε τα χέρια σου λυτά να σε παρασύρει η ζωή»
άλικο φως με έλουσε, δύναμη πολεμιστή με κυριάρχησε.
Αφήνω τους κόμπους των δακτύλων μου ελεύθερους.
Λύτρωση, φώναζα και ο αέρας ανακάτεψε τους ήχους μου.
Έπαψα να πονάω, έπαψα να νιώθω την παγωνιά.
Έμεινα βουβή καθισμένη στο παγκάκι, με βλέμμα καρφωμένο στο άγαλμα.
Η θάλασσα μεθυσμένη άστραφτε στους κύκλους της απορίας μου.
Το πρόσωπο του ναύτη, το δικό σου πρόσωπο.
Αγέρωχο, αήττητο, αμίλητο…

Πώς να γεφυρώσω την απόσταση…
Ποιο πέτρινο γιοφύρι να περπατήσω…
Ποιο φόβο να διώξω να σε βρω…
Το κάστρο έρημο με θωρούσε.
«αγάπησες ένα άγαλμα», μου ψιθύρισε κι έγειρε στη μοναξιά του.

Συνέχισε το όνειρο στο μαγαζί με δώρα.
Η αγαλμάτινη μορφή σου με ακολουθούσε.
Πολύχρωμα μπιμπελό στολίζουν τη βιτρίνα του.
Και ήθελες να μου τα πάρεις όλα…
Μα ποιο βάζο και ποια κούπα αναζητά η ψυχή!
Κανένα καλούδι δεν ταιριάζει με την αγάπη!
Κανένα χάδι δεν σπάει από το κρύο και τη ζέστη!
Κανένα φιλί δεν ραγίζει στο χρόνο!
Κανένα χαμόγελο δε το σκονίζει ο καιρός!

Βγήκα στον βρεγμένο λιθόστρωτο δρόμο.
Στη θέση της αντάρας, μια γλυκιά βροχή σιγοτραγουδούσε.
Κάπου μακριά, μια μουσική, ένα παράπονο, ένας πόνος,
αναδυόταν από τις νότες ενός βιολιού.
Και η βροχή συνέχισε να μουρμουρίζει σκοπούς.
Μου έπιασες το χέρι κι ευχήθηκα να ήσουν αληθινός!
Μου φίλησες τα χείλη και παρακάλεσα να υπάρχεις!
Με λόγια τρυφερά με έρανες, μα δεν μπορούσε
να τα ακούσει το αηδόνι.
Ο αγγελιοφόρος της ψυχής, δεν φτερούγισε ανάμεσά μας.
Τα μάτια μου δυο θάλασσες δακρύων, κυλούσαν
αυλακώνοντας την καρδιά μου.
«μια άλλη σκέψη, πιο δυνατή σε μαστίγωνε,
ένας άλλος έρωτας, πιο σκληρός σε κυριαρχούσε»

…και έμεινα να κοιτώ τα καράβια να φεύγουν…
Σταμάτησε ο χρόνος, εκεί, στην Άνδρο,
πάνω στα απομεινάρια του κάστρου.
Σε τοίχους παλιούς που δεν τους φοβίζει το σκοτάδι,
δεν τους λυγίζει η αρμύρα!

Ξύπνησα με τον ήχο της φωνής σου ν’ απομακρύνεται,
με τη γεύση του κορμιού σου να εξατμίζεται!
Προσπάθησα να σε κρατήσω μα δεν με άφησες!
«δεν φτάνει να σ’ αγαπώ μόνο εγώ…»

Τρίτη 29 Απριλίου 2008

ήμουν οι ώρες...είμαι ο χρόνος...


Χαμένος στον καιρό των σιωπών,
έγινες λεπτοδείχτης φονεμένων στιγμών
του ανόρεκτου ρολογιού σου.

«Ήμουν οι ώρες σου
στους λευκούς αριθμούς της κούρασης!»

«Ήμουν η άπλα του καιρού
στα σταματημένα όνειρα της προσδοκίας σου!»

«Ήμουν το πρωινό κουδούνι
στο πρώτο χασμουρητό της μέρας!»

Ποιους μυστικούς διαδρόμους διασχίζεις,
στη κόψη διχασμένου ξυραφιού,
που δείχτες φαντάσματα
σέρνουν σεντόνι
στην άρνηση της ψυχή σου;

Ποιο ξεκούρδιστο πρέπει
αγκομαχεί στα γρανάζια
του αλάδωτου εντός σου;

«Είμαι ο χτύπος της αγάπης
που ακάματα προσμένει
το ξημέρωμα του χαδιού σου!»

«Είμαι η μουσική των χειλιών
που φιλά στο μέτωπο
τις καλημέρες σου!»

«Είμαι η αύρα του χρόνου
που ατσαλάκωτα γέρνω
στο προσκέφαλο σου!»

Κυριακή 27 Απριλίου 2008

άτιτλο


Αν η φαντασία είναι δημιουργικότερη από τη γνώση
Η πείρα ισχυρότερη από την ορμή
Και η επιθυμία πιο συναρπαστική από την απόλαυση
Τότε γιατί η μνήμη πάντα υποκύπτει
στον πειρασμό της νοσταλγίας;

- Γιάννης Τόλιας (ο Πειρασμός της Νοσταλγίας) –
***

Είναι η μοναξιά
που καπνίζει την καρδιά
Είναι η αντοχή που ρυθμίζει
τη μουσική
Είναι η θύμηση
που πίνει την μνήμη

- Γωγώ -

Πέμπτη 24 Απριλίου 2008

αγάπη...πίστη...υγεία...


Τα χνάρια του Χριστού,
στον ανήφορο της κάθαρσης,
οδηγούν στην Ανάσταση!
Τούτο το φως,
ας λάμπει τα βήματα της
Αγάπης!

Τα δάκρυα της προσμονής,
δροσίζουν την αντοχή!
Τούτη η βροχή,
ας γίνει μονοπάτι της
Πίστης!

Οι λέξεις της προσευχής,
στάζουν γαλήνη!
Η ιλαρότητα της ψυχής,
ας γίνει ουράνιο τόξο της
Υγείας!
*
-για έναν έναν ξεχωριστά και για όλους μαζί-

Τετάρτη 23 Απριλίου 2008

ανέλπιδο όνειρο



Φορούσε πάντα,
το ξεχασμένο χαμόγελο
των άλλων,
κρατώντας σφιχτά
τους αριθμούς
των περαστικών.
Μετρούσε αγάλματα
σε πλατείες θύματα,
λερωμένα από άπιστα
περιστέρια.
Στο άδειο σπίτι,
η κάψα του παράθυρου
έκαιγε τη γιορτή της
που χρόνια χάραζε
στους τοίχους.
Είχε πολλά να κάνει
στα χέρια της μοναξιάς,
μα ποτέ δεν μάλωσε με τον
χρόνο για να θάψει
ένα ανέλπιδο όνειρο.
Δεν βρήκε κουράγιο
να στήσει βάραθρο
στον άγνωστο Χ.

"η αγάπη δεν είναι ψηλά,
η αγάπη ζει στη μέση της καρδιάς"

*

εμπνευσμένο από το "ο άγνωστος Χ"

Δευτέρα 21 Απριλίου 2008

καταιγίδα είμαι...


Κι εγώ τι νομίζεις πως είμαι!
Μια καταιγίδα στα στρωμένα αποτυπώματα
της ανυπαρξίας.
Ένα τριμμένο καλώδιο που εμποδίζει
το ρεύμα να φτάσει στο φις
της ανάγκης μου.
Μια ηλεκτροπληξία είμαι
που κάθε τόσο καίω το εντός μου.
Γυμνό σύρμα στην καταδίκη
του έρωτά μου.
Χίλια βολτ στα σκουριασμένα
θέλω των άλλων.

Ένα κινούμενο ηλεκτροσόκ είμαι,
που φοβίζει τα βρεγμένα όνειρα.

Γι’ αυτό σ’ αγκαλιάζω,
γιατί δεν φοβάσαι την φωτιά μου…

Γι’ αυτό σ’ αγαπάω,
γιατί η ψυχή σου αντέχει
τις δονήσεις μου…

Γι’ αυτό σε νιώθω,
γιατί ο βρεγμένος,
τη βροχή δεν τη
φοβάται…
***
- στην t ballete μου-

Σάββατο 19 Απριλίου 2008

πάθος...


Το πάθος κανένα μνημόσυνο
δεν το ημερεύει.
Δεν είναι πρόσωπο καθηλωμένο
στη μνήμη.
Διατηρώ συναίσθημα που θεριεύει
έρωτα σε αμαρτίας σχιζοφρένεια…
Έτσι,
γιατί η τρέλα είναι υγιής …

Πέμπτη 17 Απριλίου 2008

εξιλέωση τροφής


Τρώει τα λέπια του
πάλι απόψε…
Εξιλέωση τροφής θαλάσσιας
νομίζει ότι είναι,
μα τύψεις κρύβει
στο τρέμουλο της αμαρτίας.
Σταθμός στα μάτια του,
η σάρκα μιας λυγερής τσιπούρας
που ευθείες τσακώνει
στη λόξα του αγκιστριού.
Καταπίνει κόκαλα
γδαρμένης εκτίμησης,
αγκάθι λαιμού
η λαίμαργη ορμή του.
Οι ρωγμές του κορμιού
σκάρα θανατερή
ψήνει την μετάνοια
με κάρβουνα χέρια.

"άραγε νομίζει ότι είναι αθώος;"