Σάββατο 31 Μαΐου 2008

είναι στιγμές...




Παλεύω …
Πάντα παλεύω, στους μύριους όσους πειρασμούς που τρέχουν πίσω μου σαν διψασμένα όρνια, να πιούν, όχι να φάνε, να πιούν τη λιγοστή αντοχή του πρέπει.
Ποιος είναι εκείνος που μια τόσο δα λέξη την έκανε τόσο τρανή!
Τρανή είναι η ψυχή που σπάει δρόμους ανοχής στον πυρετό της επιθυμίας.
Τρανός είναι ο χρόνος που δε σταματά στη θλίψη και δε δραπετεύει απ’ τη ροή του ονείρου.
Γράφω…
Πάντα γράφω σε τούτες τις υγρές σελίδες, που το ματιών το αθέατο ταξιδεύουν στης ψυχής το άβατο.
Ίχνη αφήνω, από μελάνι μωβ στο εξώφυλλο των πόθων με σελιδοδείκτη ένα κύμα πλεγμένο στις φλόγες των δάχτυλων.
Και είναι στιγμές, που το μολύβι το σκάει απ’ την οδύνη, μα η οδύνη το αίμα της στους τοίχους προσφέρει.
Και είναι κάτι άλλες στιγμές, που προσηλώνει τόνους στα κιτάπια της σκέψης και ζωντανεύει νεκρά κύτταρα ηλιοβασιλέματος.
Εμπνέομαι…
Πάντα εμπνέομαι από τα αμάραντα στιχάκια του κήπου μου, ξεριζώνοντας αγκάθια απ’ τον βολβό των ματιών μη στάξουν στον καμβά του πόνου.
Οργώνω γράμματα με το θέλω του ακατέργαστου ονείρου!
Του γνήσιου ονείρου που δεν θέλει επεξεργασία!

Δευτέρα 26 Μαΐου 2008

κρυστάλλινες ουλές



Λαξεύω μικρές αμαρτίες
Με βελόνες λέξεις,
Τατουάζ στο μπράτσο της ψυχής.
Νότες ορθώνω περασμένες
Στο κατώφλι της μνήμης
Με παρτιτούρα την έμπνευση των ματιών σου.
Ψάχνω το αίμα μου στα χείλη σου,
Σβησμένη αλήθεια,
Τσιγάρο που προσμένει να τ’ ανάψεις.

Γράφω «μου λείπεις»,
Μα ο ήχος της απουσίας
Μαύρο πανί στου ρολογιού τη σκέπη.

Προδομένη βροχή οι κλωστές της ώρας!

Στη στέγη της σιωπής
Που λογισμούς στοχεύει,
Ανεμοδείχτης θάνατος
Ο βυθός του ουρανού
Στο άλλοθι του μαύρου
Που κρύβει πραγματικότητα
Από κρίκους σύννεφα.

«σε πίνω πάλι απόψε, σε κρυστάλλινες ουλές…»

Πέμπτη 22 Μαΐου 2008

ματόφυλλα αγρύπνιας


Δεν κοιμήθηκες απόψε έρωτα!

Στα ματόφυλλα της αγρύπνιας
Πετάρισες σαΐτα μορφή
Που αναγείρει το γέννημα ενός
Πεπρωμένου νικητή.

Που λάθεψα έρωτα;

Με δυο ποτήρια
Κόκκινο ανεκπλήρωτο
Τσουγκρίζουμε απόψε,
Γελώντας με τη στάλα της μέθης
Να ειπωθούν αλήθειες ,
Υφασμένες ουσίες,
Στη σήψη του φόβου.
.
Είναι ροζ το αποτύπωμα της αυταπάτης
Στο βαρύ σκούρο της αποσύνθεσης.

Περιμένω έρωτα!

Το όνομά μου κληροδοτώ
Με γράμματα κεφαλαία
Στη προσμονή του απρόσμενου!

Μη ξεχνάς!
Οι λέξεις πάντα διαβάζονται ανάποδα!

Κι αν είναι αντίστροφα
Να μελετώ τα λάθη
Δίχως γυαλιά σε καρτερώ!

Ελεύθερα σ' αγαπώ...

Τρίτη 20 Μαΐου 2008


μια γραμματική άλλων καιρών
πλαστογράφησα

ψιμύθιο του έρωτα

η ανοχή

τα δικά μου γράμματα

αφουγκράζομαι

στο ανεμπόδιστο βιβλίο

της πίστης

κατάλαβα...

πτύει χημικά χρώματα

η αγάπη

Κυριακή 18 Μαΐου 2008

πάψτε πια...


Πάψτε πια να πετροβολάτε το φεγγάρι!
της νύχτας οι φλέβες
είναι βασανισμένα όνειρα
που τρέχουν αίμα
από μετάγγιση φόβου.

Τι νομίζετε,
Πως σαν κλυδωνίζονται τα άστρα
οι βραδινοί σπόροι του μαύρου
στα δίχτυα του γαλάζιου θα πιαστούν;

Αφανίστε τη νύστα
στου ηλιοβασιλέματος τα μάτια
με άγρυπνους κήπους,
νοτισμένους ουρανό.

Στο χάδι του νυχτολούλουδου
αποκοιμάται η σιωπή
στα κρυφά όνειρα
μιας χρυσαλλίδας.

Αφυπνίστε το φεγγάρι
με φεγγοβόλημα ψυχής
σαν η ολονυχτία του έρωτα
εκτείνει την επιθυμία.

Παρασκευή 16 Μαΐου 2008

πάθος αμαρτίας


οι παλιές αμαρτίες,
μας πάνε στον παράδεισο
αφού πρώτα το άρωμα αφανίσει την κόλαση
μ 'αρέσει ν 'αλητεύω τις λέξεις
όπως η βροχή ασελγεί αδιάκοπα σ' ένα τσιγάρο αναμμένο
μα τούτη η φωτιά δεν σβήνει, μάτια μου,
είναι πάθος που μεθάει τους καπνούς...

Τετάρτη 14 Μαΐου 2008



Που είσαι ?
σε σένα αναφέρομαι ?
στο χάρτη πια παλάμη καρφωμένη
ακόμη ταξιδεύει ?

πως σε λένε?
γιατί είσαι ακόμη ντυμένη?
σε ποια γειτονιά των ψιθύρων κατοικείς ?
έχει ταυτότητα το κουδούνι της πόρτας σου
κ ο τοίχος σου, μήπως δαχτυλικά αποτυπώματα
δίχρωμης προβολής ?

γιατί φοράς μαύρα ?
ποιο φιλί της αλφαβήτου αργοπεθαίνει
στην ορκομωσία των ‘άλλων’ ?

υπάρχει ερμηνεία ορθογραφική των όρκων
στο βαθύ bleu της ψυχής ?
είναι τόσο υγρές οι εκδοχές του λεξικού
ξεβράζουν αργά στις ακτές της ,μυστικές συνουσίες
διαλεκτών αρωμάτων …



Είμαι παντού,
δεν με βλέπεις;
Δεν έχει τοπογράφο η αφή μου.
Γραμμογραφώ ατσαλάκωτους διαλογισμούς.
Το όνομά μου, «εσύ»
Ντυμένο όνειρο
στην ημίγυμνη στάλα
του τοίχου σου.
Ανεξάρτητη γυρνώ
δίχως καρφιά στα μάτια
Το «ΑΛΦΑ»
της πνοής σου μην υπερβώ.
Ταυτότητα άνευ εικόνας
κείνο το χάρτινο γέλιο
στον όρκο του δυσλεκτικού λεξικού.
Το «μαύρο», κάλυψη ερμηνείας
στο σταυρωτό διάγραμμα των φιλιών.
Συνουσία αρωμάτων
οι υγρές συλλαβές…

γωγώ


Δευτέρα 12 Μαΐου 2008

χωρίς τίτλο



Σε ανακυκλώνω,
Στον κάδο της συνείδησης
Με κύκλους πράσινους
Που δίχως όνομα ομολογούν
Τις πράξεις…

Σε αποστειρώνω,
Στο δωμάτιο της σκέψης
Από μικρόβιο βλέμμα
Με 100 βαθμούς αλκοόλ
Κι ας καίει την ψυχή
Η κάθαρση…

Σε σφραγίζω,
Στο γράμμα της σάρκας μου
Μ’ ένα ποίημα
Από λέξεις παραδομένες
Στην έπαρση
Της αγάπης…

Σε καρφιτσώνω,
Στα αφανή όνειρα
Που ανώφελα κάλυπταν
Τις ώρες μου,
Με χέρια ανέγγιχτα…

Σάββατο 10 Μαΐου 2008

γράμμα σε σένα φίλη μου...

Αυτό είναι το μεγαλείο της φύσης. Είναι υπεράνω όλων! Δεν μαρτυρά αγάπες κρυφές και ξέρει με τη σιωπή της να δυναμώνει το τραγούδι του ψίθυρου. Δεν κάνει διακρίσεις! Αγκαλιάζει ότι οι άλλοι νομίζουν «ασχήμια», και με χάρη ανεξάρτητης μπαλαρίνας, χορεύει στο κορμί της ελευθερίας. Δεν είναι τυχαίο, που όταν εμείς οι ίδιοι εξοστρακίζουμε την ψυχή μας, καταφύγιο σε κάποια φυλλωσιά της αγάπης της, αποζητούμε! Είναι που ξέρει να αφουγκράζεται τις κακότεχνες φωνές και να τις κάνει ρυάκι στη μουσική των αγγέλων!

Ξέρεις αγαπημένη φίλη μου, δεν είναι η μοναξιά που βουβαίνει την ανάσα μου, ούτε η σιγαλή όχθη της αναμονής. Είναι κάποιες στιγμές που εκείνα τα «χ» που έβαλα αυθαίρετα, με κυνηγούν ανελέητα. Κι εγώ, με σταγόνες αντοχής, κάτι σαν αντιβίωση, προσπαθώ να τα γιάνω. Ότι αυθαίρετο, πάντα κάποιος το γκρεμίζει… ακόμη και η καρδιά μας, που δεν σταματά να τριγυρίζει σε μονοπάτια γνωστά – άγνωστα…εκεί ανεμοδέρνομαι, σε ένα σταυροδρόμι ξεχασμένο, που φρόντισε η προδομένη θλίψη μου να ξαναθυμηθεί…

« Μου γράφεις, ότι είναι δύσκολο να ξεφύγεις από αγάπες λαβωμένες και πως ο χειρότερος εχθρός τους είναι η ανάμνηση.
Να πάψω να κλαίω και να βουτήξω το αρμυρό ύδωρ στη λησμονιά ενός ποτηριού με ούζο γιομάτο. Όχι για να μεθύσω το μυαλό, αλλά τα κύματα που τρεμουλιάζουν τα όνειρα να ξορκίσω.»


Ήμουν ένα μικρό βότσαλο σε κάποια αφηρημένη αμμουδιά
Όταν τον γνώρισα, που προσδοκούσε πότε το κύμα,
πότε τα χνάρια κάποιας δόνησης πάνω στη αρμύρα μου,
ζωγραφίζοντας απαγορευτικούς κώδικες σε καμένες αναμνήσεις.
Αλυσόδενα την θλίψη μου, πριν τον αγαπήσω,
φτιάχνοντας άμυνες σιωπής με μόνη συντροφιά
ένα κεραυνό νου, που θέριευε στο καταφύγιο της μοναξιάς.
Έφτιαχνα λίμνες απάνεμες, πριν του παραδοθώ,
να μη σαλεύει τ’ όνειρο και άμμος γίνει στην ταραχή του ίσκιου.
Σαν η βροχή συνύφαινε με τη θάλασσα,
κύρτωνα αγάπες για να ζεστάνουν την στρογγυλότητα των δακρύων,
πριν τον λατρέψω.

Κι εκεί, που κόπαζα τους φόβους μου, δεν ξαναγυρνώ πια!
Τούτα τα ερείπια δεν μου μοιάζουν…
Ανήλιαγα συντρίμμια ας μείνουν, στον καιρό της γύμνιας…


Ναι φίλη μου καλή, δεν ξαναγυρνώ, μα τούτη η τρανή αγάπη, που μόνο εγώ
ανάπνευσα καλπάζοντας στο πάθος, είναι στάχυ άκοπο, που ο σπόρους του,
το δικό μου χέρι θέλει μόνο να καρπίσει…

κι εγώ τι έκανα…
φοβήθηκα τον κάμπο, μη με λυγίσει ο άνεμος μιας μαρτυρίας διχασμένης…
δραπέτευσα από μένα, στο όνομα ενός αναμασημένου πόνου…
ο φόβος… για να’ χω ένα άλλοθι…

Πέμπτη 8 Μαΐου 2008

αντίσκηνο απουσίας


Στρατοπεδεύει εδώ,
στους μαυρισμένους καιρούς
των αποστάσεων.
Αντίσκηνο της απουσίας,
νοτισμένα όνειρα
που μουχλιάζουν γη.
Δυο θάλασσες στην άκρη
της μοναξιάς.
Μια γαλανή, μια κόκκινη.
Γωνίες λιμνάζουσες
που βάφουν δάκρυ πινέλου,
στη διαχωριστική γραμμή.
Παύλα… παύλα… παύλα…
Σειρές κουραστικές
με κενό μονότονο …
Σε τούτη τη λαίλαπα αγωνίας,
κατοικοεδρεύει
σαν γυμνοσάλιαγκας
που σέρνει τις ουσίες του.

«φόβητρο του *αιωρείται*
η σκιά της απελπισίας…»

Τετάρτη 7 Μαΐου 2008

συντήρηση πόθων



να συντηρείς τον πόθο
σα φωτιά που σιγοκαίει,
να περπατάς αθόρυβα στη σκέψη
όπως το αίμα σιωπηλά στις φλέβες κυλάει,
υγρά όνειρα να εκπνέεις
όπως ο αέρας στα κρυφά εισπνέει
της θάλασσας την αρμύρα,
να κρύβεσαι στην αθέατη πλευρά του φεγγαριού
όπως η πούλια μεταμφιέζεται σ' αυγερινό,

εκκωφαντικά να ερωτεύεσαι
σαν την μέρα που Φως κραυγάζει
ή σαν την Νύχτα που Αστέρια ξεφωνίζει

*
Μαρία Ροδοπούλου

Ανάβω πόθο
με φλόγα μυστικών λέξεων.
Σιγανό βάδισμα η σκέψη της καρδιάς
στις φλέβες των άστρων.
Όνειρα λούζω, στο ποτάμι της ψυχής
με γλυκό νερό αλήθειας.
Ανασαίνω άνεμο αλήτη
στους ψίθυρους καταρράκτες
της φαντασίας.
Κρύβομαι στη διαβασμένη χαρά
του φεγγαριού
όπως το νόημα μιας αλληγορικής
φράσεις.

ανυπόταχτα ερωτεύομαι
όπως ο άνεμος που πυρετό δροσίζει,
όπως ο ουρανός που το κορμί βαπτίζει…
*
Γωγώ Πακτίτη




Δευτέρα 5 Μαΐου 2008

ελεύθερη σιωπή


λευτέρωσε τη σιωπή πάνω σε λέξεις
που αχνά διακρίνουν οι ραγισμένοι,
για να ερημώσει η χαράδρα της μοναξιάς.
λυτρώσου από ανυπότακτες τύψεις
και φόρεσε τα κόκκινα φιλιά της φλόγας
στο τραγούδι των νερών,
που σβήνουν τη ρηχότητα
και ανάβουν όσα δεν πνίγηκαν...



Εμπνευσμένο
από την εγγραφή
του Γιώργου Ποταμίτη
στο μπλοκ του


Σάββατο 3 Μαΐου 2008

έκπτωτος άγγελος


Έκπτωτος άγγελος
στο ημίφως της πανσέληνου
σταυρώνει χρώματα
φωτιάς θλιμμένης.
Αντάρτες όνειρα
μάχονται οδούς
μιας ξεχασμένης αιωνιότητας.
Άπνοια μνήμης
ενός αγκιστρωμένου
ψίθυρου,
δικάζει τη σιωπή.
Αστέρια άσωτα συλλαβίζει,
σε μορφές ανώνυμες,
σε φλογερά στιχάκια.

«τάφρους σιγής οι φτερούγες ξεγλιστράνε…»

Πέμπτη 1 Μαΐου 2008

ήταν χθες...σαν σήμερα...


Θυμάσαι στην Άνδρο;
Χθες στον ύπνο μου, περπάτησα στα μονοπάτια της.
Δεν ήσουν δίπλα μου, μα άκουγα τη φωνή σου.
Ανάσαινα την ανάσα σου, ρουφούσα το άρωμά σου.
Ο ήλιος έκαιγε και χοντρές στάλες από ιδρώτα συνόδευαν την αγωνία μου.
Σ’ έψαχνα, μα δε σε βρήκα!
Στη θέση της σκιάς μου η δική σου φιγούρα ζωγραφίστηκε.
Αόρατο χέρι έσφιξε την ψυχή μου, σα να ήθελε να μου την πάρει!
Μάταια σ’ αναζητούσα, μάταια τα δάκρυα της προσμονής.
Εκεί, δίπλα στο μνημείο του αφανή Ναύτη,
κουλουριάστηκα αποζητώντας την αλήθεια!
Αντάρα σκέπασε τον ουρανό κι έσκισε τα σωθικά του.
Κύματα θεριά θέλησαν να με παρασύρουν…
Γραπώθηκα απ’ το άγαλμα και μια ανεξήγητη
δύναμη με κόλλησε πάνω του.
Ναυαγός της σιωπής και των ανομολόγητων
πόθων μου, η σκέψη μονολογούσε:
«άγαλμα είναι, ψυχρό και απροσπέλαστο.
άσε τα χέρια σου λυτά να σε παρασύρει η ζωή»
άλικο φως με έλουσε, δύναμη πολεμιστή με κυριάρχησε.
Αφήνω τους κόμπους των δακτύλων μου ελεύθερους.
Λύτρωση, φώναζα και ο αέρας ανακάτεψε τους ήχους μου.
Έπαψα να πονάω, έπαψα να νιώθω την παγωνιά.
Έμεινα βουβή καθισμένη στο παγκάκι, με βλέμμα καρφωμένο στο άγαλμα.
Η θάλασσα μεθυσμένη άστραφτε στους κύκλους της απορίας μου.
Το πρόσωπο του ναύτη, το δικό σου πρόσωπο.
Αγέρωχο, αήττητο, αμίλητο…

Πώς να γεφυρώσω την απόσταση…
Ποιο πέτρινο γιοφύρι να περπατήσω…
Ποιο φόβο να διώξω να σε βρω…
Το κάστρο έρημο με θωρούσε.
«αγάπησες ένα άγαλμα», μου ψιθύρισε κι έγειρε στη μοναξιά του.

Συνέχισε το όνειρο στο μαγαζί με δώρα.
Η αγαλμάτινη μορφή σου με ακολουθούσε.
Πολύχρωμα μπιμπελό στολίζουν τη βιτρίνα του.
Και ήθελες να μου τα πάρεις όλα…
Μα ποιο βάζο και ποια κούπα αναζητά η ψυχή!
Κανένα καλούδι δεν ταιριάζει με την αγάπη!
Κανένα χάδι δεν σπάει από το κρύο και τη ζέστη!
Κανένα φιλί δεν ραγίζει στο χρόνο!
Κανένα χαμόγελο δε το σκονίζει ο καιρός!

Βγήκα στον βρεγμένο λιθόστρωτο δρόμο.
Στη θέση της αντάρας, μια γλυκιά βροχή σιγοτραγουδούσε.
Κάπου μακριά, μια μουσική, ένα παράπονο, ένας πόνος,
αναδυόταν από τις νότες ενός βιολιού.
Και η βροχή συνέχισε να μουρμουρίζει σκοπούς.
Μου έπιασες το χέρι κι ευχήθηκα να ήσουν αληθινός!
Μου φίλησες τα χείλη και παρακάλεσα να υπάρχεις!
Με λόγια τρυφερά με έρανες, μα δεν μπορούσε
να τα ακούσει το αηδόνι.
Ο αγγελιοφόρος της ψυχής, δεν φτερούγισε ανάμεσά μας.
Τα μάτια μου δυο θάλασσες δακρύων, κυλούσαν
αυλακώνοντας την καρδιά μου.
«μια άλλη σκέψη, πιο δυνατή σε μαστίγωνε,
ένας άλλος έρωτας, πιο σκληρός σε κυριαρχούσε»

…και έμεινα να κοιτώ τα καράβια να φεύγουν…
Σταμάτησε ο χρόνος, εκεί, στην Άνδρο,
πάνω στα απομεινάρια του κάστρου.
Σε τοίχους παλιούς που δεν τους φοβίζει το σκοτάδι,
δεν τους λυγίζει η αρμύρα!

Ξύπνησα με τον ήχο της φωνής σου ν’ απομακρύνεται,
με τη γεύση του κορμιού σου να εξατμίζεται!
Προσπάθησα να σε κρατήσω μα δεν με άφησες!
«δεν φτάνει να σ’ αγαπώ μόνο εγώ…»