Στο πουπουλένιο χέρι του ουρανού
κρυφά από τ' αστέρια
τη μοναξιά ακούμπησα
σιγά, να μη ξυπνήσει
μη και την κλέψει ο αυγερινός
στη μέρα να τη δώσει
μη και ζηλέψει η ανατολή
και χρώματα της φτιάξει.
Στης νύχτας το παγωμένο το κορμί
το χάδι νανουρίζω
μη και τρομάζει απ' όνειρο
που εφιάλτες τρέφει
μη και ατσάλι να γενεί
στου πόνου μου το δάκρυ.
Στης απουσίας τη σιωπή
πίσω από τον ήχο
ένα αηδόνι άλαλο
τραγούδι περιμένει
μη και η ελπίδα του φανεί
μες της βροχής τις νότες
μη και ανοίξει τα φτερά
στου ήλιου το μετάξι
κρυφά από τ' αστέρια
τη μοναξιά ακούμπησα
σιγά, να μη ξυπνήσει
μη και την κλέψει ο αυγερινός
στη μέρα να τη δώσει
μη και ζηλέψει η ανατολή
και χρώματα της φτιάξει.
Στης νύχτας το παγωμένο το κορμί
το χάδι νανουρίζω
μη και τρομάζει απ' όνειρο
που εφιάλτες τρέφει
μη και ατσάλι να γενεί
στου πόνου μου το δάκρυ.
Στης απουσίας τη σιωπή
πίσω από τον ήχο
ένα αηδόνι άλαλο
τραγούδι περιμένει
μη και η ελπίδα του φανεί
μες της βροχής τις νότες
μη και ανοίξει τα φτερά
στου ήλιου το μετάξι