Εδώ,
σε τούτη τη βεράντα
στης θλίψης τα τετραγωνικά
λευτέρωσα τη ματιά μου
πάνω σε κορφή αόρατου φεγγαριού.
Εδώ,
σε τούτο το ποτήρι
κρύσταλλο των χειλιών μου
μέθυσα μοσχοφίλερο όνειρο
στο ταξίδι ενός αντίου.
Και έχει Θεέ μου μια παγωνιά, ας είναι καλοκαίρι.
Ζάλη φαρμακερού προορισμού
κάθε γουλιά της δίψας.
Αναθυμιάσεις ερώτων αρωμάτων
περιπλανιόνται στις στιγμές.
«Θέλω κάτι να σε θυμάμαι», σου είπα,
«φυλαχτό στις λυγισμένες αντοχές»
Δεν απαντούν οι χάρτινες σιωπές,
φτιάχνουν μόνο καράβια αταξίδευτα.
Μα άθελά σου με φυλάκισες σε αξεδιάλυτο απέραντο
φορώντας μου πέντε λεπτά…
σε τούτη τη βεράντα
στης θλίψης τα τετραγωνικά
λευτέρωσα τη ματιά μου
πάνω σε κορφή αόρατου φεγγαριού.
Εδώ,
σε τούτο το ποτήρι
κρύσταλλο των χειλιών μου
μέθυσα μοσχοφίλερο όνειρο
στο ταξίδι ενός αντίου.
Και έχει Θεέ μου μια παγωνιά, ας είναι καλοκαίρι.
Ζάλη φαρμακερού προορισμού
κάθε γουλιά της δίψας.
Αναθυμιάσεις ερώτων αρωμάτων
περιπλανιόνται στις στιγμές.
«Θέλω κάτι να σε θυμάμαι», σου είπα,
«φυλαχτό στις λυγισμένες αντοχές»
Δεν απαντούν οι χάρτινες σιωπές,
φτιάχνουν μόνο καράβια αταξίδευτα.
Μα άθελά σου με φυλάκισες σε αξεδιάλυτο απέραντο
φορώντας μου πέντε λεπτά…