Ήσυχο που είναι τούτο το πρωινό.
Σκέψεις ατσαλάκωτες, με το ρυθμό ανάσας.
Στου γυρολόγου τη φωνή ζωντανεύει ο ήχος,
Ξύπνημα μιας συγκομιδής άχρηστης πραμάτειας.
Στον κήπο το βλέμμα μου, σέρνεται με μια σαύρα,
Που προσπαθεί να γλιτώσει από το μάτι τ’ αηδονιού.
Πόσο περίεργο!
Ο μουσικός της αυγής, σκοτώνει μια ψυχή
Και στη φωνή του φοράει το θάνατο.
Ο παλιατζής, ακόμη τους ήχους του παιδεύει.
Λιώνω τους φόβους στον αντίλαλο της σιωπής,
Νεκρανασταίνω τα άψυχα , στιγμή αδυναμίας,
Και με νεύμα αντάρτη ήρωα, καταδικάζω
Στον πάτο της αφάνειας τα θυμωμένα λόγια μου.
Πόσο περίεργο!
Ανθισμένες λέξεις που συγχωροχάρτι κόλλησαν
Στην πλάτη του ραβδοσκόπου!
Σκέψεις ατσαλάκωτες, με το ρυθμό ανάσας.
Στου γυρολόγου τη φωνή ζωντανεύει ο ήχος,
Ξύπνημα μιας συγκομιδής άχρηστης πραμάτειας.
Στον κήπο το βλέμμα μου, σέρνεται με μια σαύρα,
Που προσπαθεί να γλιτώσει από το μάτι τ’ αηδονιού.
Πόσο περίεργο!
Ο μουσικός της αυγής, σκοτώνει μια ψυχή
Και στη φωνή του φοράει το θάνατο.
Ο παλιατζής, ακόμη τους ήχους του παιδεύει.
Λιώνω τους φόβους στον αντίλαλο της σιωπής,
Νεκρανασταίνω τα άψυχα , στιγμή αδυναμίας,
Και με νεύμα αντάρτη ήρωα, καταδικάζω
Στον πάτο της αφάνειας τα θυμωμένα λόγια μου.
Πόσο περίεργο!
Ανθισμένες λέξεις που συγχωροχάρτι κόλλησαν
Στην πλάτη του ραβδοσκόπου!