Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2008

θυμού κρασί

Άκουγα εκείνο το ξέφρενο γέλιο της βροχής.
Χάραμα ήταν θαρρώ, δεν θυμάμαι….
Πότε βραδιάζει, πότε ξημερώνει…
Δεν θυμάμαι…
Στην αρχή νόμιζα ότι ήταν κάποιο αδέσποτο σκυλί,
που θρηνούσε τη μοναξιά του.
Μα τούτος ο ήχος δεν έμοιαζε με πόνο.
Τις έχω ξανακούσει αυτές τις ξεχαρβαλωμένες νότες,
τότε που η «τρέλα» , έτσι γιατί δεν είχε άλλα δάχτυλα
να μετρήσει, της καρφώθηκε να στήσει χορό εντός μου.
«θυμάσαι, όταν η αντάρα κύκλωνε το κορμί μου,
αντί αγέρι λύτρωσης να γίνεις,
συνωμοτούσες με τους κεραυνούς και παίζατε τρίλιζα
με τα κομμάτια της αντοχής μου!»
Που να θυμάσαι…
Η μνήμη σου περιορίζεται μόνο στο φτιασίδωμα
της υπεροψίας σου.
Ένα ποτήρι κόκκινο θυμό κρατώ
και ανοίγω το παράθυρο της ψυχής μου,
να μπει αυτός
ο γνώριμος ήχος, να τον κεράσω φωτιά, να τον δροσίσω
με αδιαφορία και να κωφεύσω τη καμπάνα της
διεφθαρμένης πίστης του.
Δεν θυμάμαι αν τα μεσημέρια
Σταυρώναμε τις σκέψεις μας,
μα θυμάμαι ότι έχω φύγει…